- καταναυμαχήσαντες
- καταναυμαχέωconquer in a sea-fightaor part act masc nom/voc plκαταναυμαχέωconquer in a sea-fightaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταναυμαχώ — (Α καταναυμαχῶ, έω) νικώ κάποιον ολοκληρωτικά σε ναυμαχία («αἷς βασιλέα καὶ τοὺς βαρβάρους καταναυμαχήσαντες ἠλευθερώσαμεν τοὺς Ἕλληνας», Ανδοκ.) … Dictionary of Greek